τσαλαβούτημα

τσαλαβούτημα
το, Ν [τσαλαβουτώ]
1. το να τσαλαβουτά κανείς
2. (γενικά) τσαπατσουλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσαλαβούτημα — το, ατος 1. το να τσαλαβουτά κανείς, το απρόσεχτο βάδισμα στις λάσπες. 2. μτφ., κάθε ακατάστατη πράξη, τσαπατσουλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλατσούρισμα — και πλατσάρισμα, το, Ν [πλατσουρίζω] (κυρίως σχετικά με τα μικρά παιδιά) το βούτηγμα και τα παιχνίδια με τα νερά, και κυρίως τα λασπόνερα, το τσαλαβούτημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”